στέφω

στέφω
ΝΜΑ, και στέπτω Α
περιβάλλω κάποιον ή κάτι με στέφανο, στεφανώνω
νεοελλ.
1. επιθέτω το στέμμα στην κεφαλή ηγεμόνα που μόλις ανήλθε στον θρόνο, τελώ την επίσημη τελετή τής ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο («ο Ναπολέων στέφθηκε αυτοκράτορας το 1804»)
2. τοποθετώ το γαμήλιο στέφανο στο κεφάλι κάποιου κατά την ιεροτελεστία τού γάμου («στέφεται ο δούλος τού θεού»)
3. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ ως ουσ.) οι εστεμμένοι
οι βασιλείς ή οι ηγεμόνες πριγκιπικού οίκου
μσν.
(για τους χριστιανούς ιερομάρτυρες) ανακηρύσσομαι νικητής στον αγώνα εναντίον τού κακού
μσν.-αρχ.
μέσ. στέφομαι
(για νικητή σε αγώνα) παίρνω στέφανο ως έπαθλο («στεφθείς παγκράτιον», επιγρ.)
αρχ.
1. θέτω ολόγυρα, περιβάλλω («ἀμφὶ δὲ οἱ κεφαλῇ νέφος ἔστεφε δῑα θεάων», Ομ. Ιλ.)
2. (σχετικά με άρχοντα) απονέμω αξίωμα με στέψη τής κεφαλής («ὁ στρατηγὸς ἔστεψεν εἰς γυμνασίαρχον τὸν δεῑνα», πάπ.)
3. στεφανώνω ποτήρι ή φιάλη με φύλλα
4. τιμώ κάποιον κάνοντας σπονδές («χοαῑσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει», Σοφ.)
5. παθ. συστρέφομαι, περιτυλίσσομαι
6. (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) στέφουσα
ονομασία αγάλματος τού Πραξιτέλους, η στεφανοῡσα*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχική σημ. τού ρ. στέφω «τοποθετώ ολόγυρα, περιβάλλω» (από όπου προήλθε η σημ. «περιβάλλω με στεφάνι, στεφανώνω») θα επέτρεπε πιθ. την αναγωγή του στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *steb(h)- «στηρίζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. stabhnāti «στερεώνω, συγκρατώ, στηρίζω»). Το ρ. στέφω εμφανίζει σημασιολογική διαφορά σε σχέση με τη ρίζα, η οποία μπορεί να παραβληθεί με την εξέλιξη τής σημ. τής λ. ἄμπυξ* «διάδημα» (< πύκα «συμπαγώς, στερεά», πυκάζω «περιβάλλω, ασφαλίζω»), Σύμφωνα με την άποψη αυτή, στην ίδια ρίζα αλλά με έρρινο ένθημα *stem-b(h)- θα μπορούσαν να αναχθούν οι τ.: στέμδώ* «κινώ εδώ και εκεί», ἀστεμφής «αμετακίνητος, άκαμπτος», στόμφος (πρβλί και αρχ. ινδ. stambha- «στήριγμα, στύλος», λιθουαν. stambas «στέλεχος, κορμός»)
βλ. και λ. στέμβω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στέφω — put round pres subj act 1st sg στέφω put round pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέφω — στέφω, έστεψα βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στέφω — έστεψα, στέφθηκα, εστεμμένος 1. βάζω στεφάνι στο κεφάλι κάποιου, περιβάλλω με στεφάνι: Έστεψαν τις προτομές των ηρώων. 2. εγκαθιστώ κάποιον στο θρόνο, θέτω το στέμμα: Στέφθηκε από τον πατριάρχη αυτοκράτορας του Βυζαντίου. 3. θέτω το γαμήλιο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στέφον — στέφω put round pres part act masc voc sg στέφω put round pres part act neut nom/voc/acc sg στέφω put round imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) στέφω put round imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέφετε — στέφω put round pres imperat act 2nd pl στέφω put round pres ind act 2nd pl στέφω put round imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέφῃ — στέφω put round pres subj mp 2nd sg στέφω put round pres ind mp 2nd sg στέφω put round pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέψαι — στέφω put round aor imperat mid 2nd sg στέφω put round aor inf act στέψαῑ , στέφω put round aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέψει — στέφω put round aor subj act 3rd sg (epic) στέφω put round fut ind mid 2nd sg στέφω put round fut ind act 3rd sg στέψις wreathing fem nom/voc/acc dual (attic epic) στέψεϊ , στέψις wreathing fem dat sg (epic) στέψις wreathing fem dat sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέψον — στέφω put round aor imperat act 2nd sg στέφω put round fut part act masc voc sg στέφω put round fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέψουσι — στέφω put round aor subj act 3rd pl (epic) στέφω put round fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) στέφω put round fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”